ἐπαγγέλλομαι

ἐπαγγέλλομαι
ἐπαγγέλλομαι (s. prec. entry; freq. ‘announce, proclaim’; the act. since Hom.; the mid., which alone occurs in our lit., since Soph., Hdt., Thu.; ins, pap, LXX, TestSol 3:7; 20:2 P; TestAbr A 3 p. 79, 31 [Stone p. 6]; ApcMos 41; EpArist, Philo, Joseph., Just., Tat.) 1 aor. ἐπηγγειλάμην; pf. ἐπήγγελμαι, the latter also w. pass. mng. (cp. Kühner-G. I 120; s. 1b)
to declare to do someth. with implication of obligation to carry out what is stated, promise, offer
of human promises and offers τινί τι promise someth. to someone (PTebt. 58, 32 [III B.C.]; 1 Macc 11:28; 2 Macc 4:8) ἐλευθερίαν τινί Hs 5, 2, 7; 2 Pt 2:19; ἐπαγγελίαν GJs 7:1.—Of the Sybil ὸ̔ ἐπηγγείλατο ὅραμα Hv 3, 2, 3. W. dat. and inf. foll. (cp. Polyb. 1, 46, 4; PTebt 411, 9; 3 Macc 1:4; Jos., C. Ap. 1, 57). ἐπηγγείλαντο αὐτῷ ἀργύριον δοῦναι they promised to give him money Mk 14:11 (cp. 2 Macc 4:27).
of God: promise (2 Macc 2:18; 3 Macc 2:10; PsSol) τὶ someth. Ro 4:21; Tit 1:2; ITr 11:2; τινί τι (Sb 7172, 27f. [217 B.C.] ἃ ἐπηγγείλαντο [the gods] αὐτῷ) Hv 5:7; Dg 10:2. στέφανον τῆς ζωῆς τοῖς ἀγαπῶσιν Js 1:12; cp. 2:5 (ἧς ἐπηγγείλατο w. attraction of the relative=ἣν ἐ.). τὸ ποτήριον ὸ̔ ἐπηγγειλάμην σοι ApcPt Rainer 11. γῆν Χαναναίων AcPl Ha 8, 14. ἡ ἐπαγγελία, ἣν αὐτὸς ἐ. ἡμῖν what he himself has promised us 1J 2:25 (ἡ ἐπαγγελία, ἣν ἐ. τινι as Esth 4:7. Cp. also Diod S 15, 6, 5 ἐπηγγείλατο ἐπαγγελίαν); cp. Ac 7:17 v.l.; Hv 1, 3, 4 (s. Joly ad loc. on the punctuation); Hs 1:7. W. inf. foll. (Jos., Ant. 3, 23; Just. A I, 40, 7) Ac 7:5; 2 Cl 11:6; Hv 3, 1, 2. W. ὅτι foll. 1 Cl 32:2. W. λέγων foll. Hb 12:26. Abs. (the abs. use also PPetr I, 29, 12 [III B.C.]) make a promise τινί Hb 6:13. God is described as ὁ ἐπαγγειλάμενος 10:23; 11:11 (a Phrygian ins [IGR IV, 766] calls aspirants for a city office, who make all kinds of promises, οἱ ἐπανγειλάμενοι; Larfeld I 494).—Of faith πάντα ἐπαγγέλλεται Hm 9:10.—Pass. (Just., D. 106, 3 τὴν ἐπηγγελμένην … γῆν) τὸ σπέρμα, ᾧ ἐπήγγελται the offspring for whom the promise was intended Gal 3:19. ἐπηγγελμέναι δωρεαί promised gifts 1 Cl 35:4.
to claim to be well-accomplished in someth., profess, lay claim to, give oneself out as an expert in someth. w. acc. (X., Mem. 1, 2, 7 τ. ἀρετήν, Hell. 3, 4, 3 στρατιάν; Diog. L., prooem. 12 σοφίαν; Lucian, Vit. Auct. 7 τ. ἄσκησιν; Philo, Virt. 54 θεοῦ θεραπείαν; Tat. 23, 2; 36, 1; 42, 1) θεοσέβειαν devotion 1 Ti 2:10. γνῶσιν 6:21. πίστιν IEph 14:2; here also w. inf. foll. (cp. Wsd 2:13 γνῶσιν ἔχειν θεοῦ) Χριστοῦ εἶναι.—M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επαγγέλλομαι — επαγγέλλομαι, επαγγέλθηκα βλ. πίν. 86 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επαγγέλλομαι — επαγγέλθηκα, επαγγελμένος, μτβ. 1. υπόσχομαι, δίνω υπόσχεση, τάζω: Η κυβέρνηση επαγγέλλεται μισθολογικές αυξήσεις. 2. εξασκώ επάγγελμα, δηλ. βιοποριστικό έργο: Επαγγέλλεται το δικηγόρο. 3. μτφ., προσποιούμαι τον, παρασταίνω τον, ποζάρω για: Ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπαγγέλλομαι — ἐπαγγέλλω tell pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… …   Dictionary of Greek

  • ανεπάγγελτος — η, ο (Α ἀνεπάγγελτος, ον) νεοελλ. εκείνος που δεν ασκεί κανένα επάγγελμα, άεργος αρχ. 1. (για πόλεμο) εκείνος που η έναρξη του δεν αναγγέλθηκε επίσημα, ακήρυχτος 2. απρόσκλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ανεπάγγελτος < αν στερ. + επαγγέλλω «κηρύσσω,… …   Dictionary of Greek

  • επαγγελία — η (Α ἐπαγγελία) [επαγγέλλομαι] 1. υπόσχεση, διαβεβαίωση 2. φρ. «γη τής επαγγελίας» η Χαναάν, η χώρα που υποσχέθηκε ο θεός στους Εβραίους («πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν», ΚΔ) νεοελλ. φρ. α) «δημόσια επαγγελία» δημόσια… …   Dictionary of Greek

  • επαγγελτός — ή, ό (Α ἐπαγγελτός, ή, όν [επαγγέλλομαι] ο γεμάτος αγαθές υποσχέσεις («ο θάνατος, η νίκη... προς ύψη επαγγελτά με πάτε», Παλαμ.) …   Dictionary of Greek

  • εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • κατεργάζομαι — (AM κατεργάζομαι) επεξεργάζομαι ένα υλικό για να κατασκευάσω κάτι από αυτό (α. «κατεργάζομαι τον χαλκό» β. «κατεργασμένο ατσάλι» γ. «τὸν κατειργασμένον σῑτον», Διον. Αλ. δ. «μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται», Ηρόδ.) αρχ. 1. (με ενεργ. και… …   Dictionary of Greek

  • μελετώ — άω (ΑM μελετῶ, άω, Α και μελετῶ, έω) 1. προσπαθώ να μάθω ή να κατανοήσω κάτι με άσκηση ή με ανάγνωση, επιδίδομαι στη σπουδή ενός θέματος, σπουδάζω (α. «μὴ προμεριμνᾱτε τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾱτε», ΚΔ β. «μελετώ τη θεωρία τής σχετικότητας») 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”